- Σκιαθίτης
- οθηλ. -ισσα κάτοικος της Σκιάθου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σκιαθίτης — ο, θηλ. Σκιαθίτισσα, Ν [Σκιάθος] 1. ο κάτοικος τής Σκιάθου 2. αυτός που κατάγεται από την Σκιάθο … Dictionary of Greek
Nikolaos Skiathitis — Medal record Competitor for Greece Men s Rowing Olympic Games Bronze 20 … Wikipedia
Nikólaos Skiathítis — Illustration manquante : importez la Contexte général Sport pratiqué aviron … Wikipédia en Français
σκιάθιος — α, ο, Ν [Σκιάθος] 1. σκιαθίτικος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Σκιάθιος, η Σκιαθία ο Σκιαθίτης, η Σκιαθίτισσα … Dictionary of Greek
σκιαθίτικος — η, ο, Ν [σκιαθίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σκιάθο ή προέρχεται από τη Σκιάθο («σκιαθίτικο κρασί») … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek